- καλοποιός
- κᾰλοποι-ός, όν,A making beautiful, c. gen.,
τὸ δίκαιον κ. τῆς ψυχῆς Procl.in Alc. p.327C.
; creating beauty, Dam.Pr.33, Cat.Cod.Astr.7.101, PMag. Leid.V.9.3; cf. καλλοποιός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ δίκαιον κ. τῆς ψυχῆς Procl.in Alc. p.327C.
; creating beauty, Dam.Pr.33, Cat.Cod.Astr.7.101, PMag. Leid.V.9.3; cf. καλλοποιός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοποιός — καλοποιός, όν (Α) 1. αυτός που έχει αγαθοποιό επίδραση 2. αυτός που δημιουργεί κάλλος, ωραιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο ποιός, μικρο ποιός] … Dictionary of Greek
καλοποιός — making beautiful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιόν — καλοποιός making beautiful masc/fem acc sg καλοποιός making beautiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοποιία — καλοποιΐα, ἡ (Α) [καλοποιός] εκτέλεση αγαθών έργων, ευποιία … Dictionary of Greek
καλοποιώ — καλοποιῶ, έω (AM) [καλοποιός] 1. κάνω αγαθές, καλές πράξεις, κάνω το καλό 2. έχω αγαθά, καλά αποτελέσματα … Dictionary of Greek
ԱԶՆՈՒԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 1 0011 Chronological Sequence: 8c Տ. ԱԶՆՈՒԱՐԱՐ. ԳԵՂԵՑԿԱՐԱՐ. καλοποιός pulchrificus *Զօրէն լուսոյ փայլատակեալ յամենեսեան զազնուագործսն հաղորդութիւնս աղբիւրեղէն ճառագայթին իւրոյ. Դիոն. ածայ. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καλοποιοῖς — καλοποιέω do good pres opt act 2nd sg (attic epic doric) καλοποιός making beautiful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοποιῶν — καλοποιέω do good pres part act masc nom sg (attic epic doric) καλοποιός making beautiful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)